- χρυσολόγῳ
- χρῡσολόγῳ , χρυσολόγοςgathering goldmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσολογώ — έω, Α [χρυσόλογος] 1. μιλώ για τον χρυσό («παῡε, ὦ Μίδα βέλτιστε, χρυσολογῶν», Λουκιαν.) 2. συλλέγω χρυσό 3. (κατ επέκτ.) συλλέγω καθετί που έχει υλική αξία … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek